ζυγωτῶν

ζυγωτῶν
ζυγωτός
yoked
fem gen pl
ζυγωτός
yoked
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στειρότητα — η / στειρότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης Α [στεῑρος] αδυναμία αναπαραγωγής ενός έμβιου όντος, άσχετα από την αιτία που τήν προκαλεί (α. «ανδρική στειρότητα» β. «γυναικεία στειρότητα») νεοελλ. 1. κατάσταση ενός βιολογικού μέσου, μιας ουσίας ή ενός… …   Dictionary of Greek

  • BARCE vel BARCA — BARCE, vel BARCA eadem quae Marmarica, teste Bochartô, l. 1. Chanaan, c. 25. Ingens Africae regio, inter Aegyptum, et regnum Tunetanum, in ora maris Mediterranei sterilis admodum. Morerius. Et urbis nomen in Cyrenaica vetustissimae, a Batto,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζυγωτός — ή, ό (Α ζυγωτός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, που ζύγωσε, που έχει πλησιάσει, ο κοντινός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυγωτό βιολ. το γονιμοποιημένο ωάριο που παράγεται από τη σύζευξη δύο ετερόφυλων γαμετών αρχ. (για άρματα, άμαξες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”